- ασυλαιος
- ἀσυλαῖοςἀσῡλαῖος3покровительствующий убежищу или дающий убежище
(θεός Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(θεός Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Ασυλαίος — Ἀσυλαῑος, α, ον (Α) [συλώ] φρ. «ἱερὸν Θεοῡ Ἀσυλαίου» ιερό του θεού που παρέχει άσυλο, που προστατεύει τους ικέτες … Dictionary of Greek
ἀσυλαίων — ἀσῡλαί̱ων , ἀσυλαῖος of an asylum fem gen pl ἀσῡλαί̱ων , ἀσυλαῖος of an asylum masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυλαίου — ἀσῡλαί̱ου , ἀσυλαῖος of an asylum masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)